ἐρασταῖς

ἐρασταῖς
ἐραστής
lover
masc dat pl
ἐραστός
beloved
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θαυμαστής — ο, θηλ. θαυμάστρια (AM θαυμαστής, Α ιων. τ. θωμαστής) [θαυμάζω] αυτός που θαυμάζει, που εκτιμά και αποδέχεται κάτι ή κάποιον (α. «θαυμαστής τού Ομήρου» β. «ἐν πολλοῖς ἐρασταῖς και θαυμασταῖς τοῦ Κάτωνος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • τειχίο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (21 τ. χλμ.) στον οποίο ανήκει και η Μονή Κοίμησης Θεοτόκου. To T. βρίσκεται στην τοποθεσία της αρχαίας μικρής πόλης της Αιτωλίας… …   Dictionary of Greek

  • χαρίζομαι — ΝΜΑ [χάρις] 1. κάνω χάρη σε κάποιον, τόν ευνοώ (α. «μην τού χαριστείς σε καμία περίπτωση» β. «ποίησε χαριζόμενος Διί», Θέογν.) 2. (γενικά) συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συναινώ (α. «δεν χαρίζεται εύκολα» β. «δίεμαι μὲν χαρίσασθαι, δίεμαι δ ἀντία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”